- κοσμικῶν
- κοσμικόςof the worldfem gen plκοσμικόςof the worldmasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
ασυμμετρία, ανατολική-δυτική — Όρος της πυρηνικής φυσικής. Η διαφορά που παρατηρείται ανάμεσα στην ένταση της κοσμικής ακτινοβολίας ανατολικά και δυτικά από τον γεωμαγνητικό μεσημβρινό. Το φαινόμενο της ανακαλύφθηκε το 1933, κατά τη διάρκεια τριών ξεχωριστών πειραμάτων: ο… … Dictionary of Greek
ασυμπτωτικός κώνος — Για έναν ανιχνευτή κοσμικών ακτίνων, ο όρος σημαίνει την περιοχή της ουράνιας σφαίρας απ’ όπου έχουν έλθει τα σωμάτια, στα οποία κυρίως οφείλεται η ροή που καταγράφει ο ανιχνευτής. Η θέση και το σχήμα αυτού του κώνου υποδοχής των σωματίων… … Dictionary of Greek
διαστρική ύλη — Η διάχυτη ύλη που βρίσκεται μεταξύ των διαφόρων αστέρων. Από την εποχή του Γαλιλαίου, όταν οι αστρονόμοι απέκτησαν τη δυνατότητα να παρατηρούν και να ερευνούν τον ουρανό με τηλεσκόπια, κατόρθωσαν να διακρίνουν διάφορα λευκά φωτεινά νέφη σε πολλά… … Dictionary of Greek
ηλιακό σύστημα — Ο Ήλιος και το σύνολο των ουράνιων σωμάτων, πλανητών, δορυφόρων, αστεροειδών, κομητών και μετεωριτών/μετεώρων που περιφέρονται γύρω από αυτόν σύμφωνα με τους νόμους της παγκόσμιας έλξης και τους νόμους του Κέπλερ. Μετά τις πρόσφατες όμως… … Dictionary of Greek
Λόβελ, Μπέρναρντ — (Sir Bernard Lovell, Όλντλαντ Κόμον 1913 –). Άγγλος φυσικός και αστρονόμος. Έλαβε τον διδακτορικό τίτλο του από το πανεπιστήμιο του Μπρίστολ, το 1936. Κατόπιν ανέλαβε θέση επίκουρου καθηγητή για έναν χρόνο στο πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ, στο… … Dictionary of Greek
Μεσόνια— — Η ανακάλυψη του νετρονίου επέτρεψε να δοθεί μια πιο ικανοποιητική εικόνα του πυρήνα του ατόμου, στηρίζοντας την υπόθεση ότι αποτελείται από πρωτόνια και νετρόνια. Έμενε να διευκρινιστεί το πρόβλημα, το οποίο δεν έχει ακόμα τελείως λυθεί, των… … Dictionary of Greek
Μίλικαν, Ρόμπερτ Άντριους — (Robert Andrews Millikan, Μόρισον, Ιλινόις 1868 – Πασαντίνα, Καλιφόρνια 1953). Αμερικανός φυσικός. Για πολλά χρόνια υπήρξε καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Σικάγο και το 1921 ανακηρύχθηκε διευθυντής του Τεχνολογικού Ινστιτούτου της Καλιφόρνιας στην … Dictionary of Greek